- διήνυσας
- διανύωbring quite to an endaor ind act 2nd sg (attic epic ionic)διανύωbring quite to an endaor ind act 2nd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρόνηση — η / φρόνησις, ήσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρόνασις Α γνώση τού ορθού, σύνεση, σωφροσύνη μσν. εγκράτεια («σωφρόνως τὴν ζωὴν διήνυσας... μετὰ φρονήσεως ἔσχες», Μηναί.) αρχ. 1. πρόθεση, σκοπός 2. αίσθηση, αντίληψη για κάτι 3. υψηλό φρόνημα, υπερηφάνεια… … Dictionary of Greek